μαρυκάζω

μαρυκάζω
μαρυκάζω (Μ)
βλ. μηρυκάζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μηρυκάζω — (ΑΜ μηρυκάζω, Α και μαρυκάζω, Μ και μαρουκάζω) (για τα χορτοφάγα ζώα) επαναφέρω την ήδη μασημένη τροφή στο στόμα και τήν ξαναμασώ νεοελλ. μτφ. επαναλαμβάνω στερεότυπα τα λόγια μου ή τα λόγια που κάποιος άλλος έχει ήδη πει αρχ. 1. (το ουδ. πληθ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”